πυροβόλος

πυροβόλος
-ο / πυροβόλος, -ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, -ον, Α
νεοελλ.
1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο
στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι
2. φρ. «πυροβόλα όπλα»
στρ. όπλα τα οποία βάλλουν βλήματα που προωθούνται και επιταχύνονται μέσα στον σωλήνα ή στην κάννη από τα αέρια καύσης τής πυρίτιδας
μσν.-αρχ.
αυτός που εξακοντίζει φωτιά, που εκπέμπει φλόγα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει φλόγωση («πυριβόλοι πληγαί», Ευρ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυροβόλα
ακόντια ή βέλη που φέρουν φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυροβόλος — fire darting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλα — πυροβόλος fire darting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλοι — πυροβόλος fire darting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλοις — πυροβόλος fire darting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλους — πυροβόλος fire darting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλων — πυροβόλος fire darting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόδοχας — ο το προεξέχον ανώτατο μέρος τών τοίχων ενός οικοδομήματος, το οποίο, όταν καλυφθεί με πλάκες, συγκρατεί με χώμα ή πηλό την επίστρωση οριζόντιας στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος + δέχομαι αντί ακροδόχος (πρβλ. ακρο (Ι)) ο αναβιβασμός του τόνου… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρβόλος — ον, Α βλ. πυροβόλος …   Dictionary of Greek

  • πυριβόλος — ον, Α βλ. πυροβόλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”